-
1 ἐπι-δημέω
ἐπι-δημέω, in seinem Volke, in der Heimath sein, οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc. 1, 136; τὸ σῶμα μόνον ἐν τῇ πόλει κεῖται αὐτοῦ καὶ ἐπιδημεῖ Plat. Theaet. 173 e; im Ggstz von οἴχεσϑαι πλέων Antiph. 5, 25; von ἀποδημέω Xen. Cyr. 7, 5, 69; οὐκ ἐπιδημοῦντος ἐν Μακεδονίᾳ Φιλίππου, ἀλλ' οὐδ' ἐν τῇ Eλλάδι παρόντος, ἀλλ' ἐν Σκύϑαις μακρὰν ἀπόντος Aesch. 3, 128; τοῖς μυστηρίοις ἐπιδημοῦντος ἐπελάβετο, als er sich bei den Mysterien öffentlich zeigte, Dem. 21, 176. – Auch = aus der Fremde nach Hause kommen, ἐκ τῆς ἀποδημίας νῦν ἐπιδημήσας Xen. Mem. 2, 8, 1, wie Dem. 48, 20; πόϑεν τὰ νῦν ὑμῖν ἐπιδεδήμηκας Plat. Ion init.; ὅτι πολλῶν ἐτῶν Ἀγάϑων ἐνϑάδε οὐκ ἐπιδεδήμηκεν Conv. 172 e. – Als Fremder wohin kommen u. sich daselbst aufhalten, ἐπεδήμει Πρόδικος Plat. Prot. 315 c, öfter; ἀφικόμενος προπέρυσιν εἰς τὴν πόλιν, οὔπω δύο μῆνας ἐπιδεδημηκὼς κατελέγην στρατιώτης Lys. 9, 4; auch εἰς Μέγαρα, Dem. 59, 37; πρός τινα, D. L. 9, 28; vgl. Heind. zu Plat. Phaed. 57 a; ἐπιδημῶν ταῖς Ἀϑήναις, sich als Fremder in Athen aufhalten, Ath. IV, 138 d; τοὺς ἐπιδημοῦντας ἐν Λακεδαίμονι ξένους Xen. Mem. 1, 2, 61; οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπιδημήσαντες, die dabei zugegen waren, Ath. I, 1 c; – τὰ Ἴσϑμια ἐπιδημεῖν, die isthmischen Spiele besuchen, Luc. Navig. 20. – Bei Hippocr. u. Medic. von Krankheiten, im Volke allgemein verbreitet sein.
-
2 ἐν-τελευτάω
ἐν-τελευτάω, darin endigen, sterben, Thuc. 2, 44; neben ἐμβιῶναι ταῖς Ἀϑήναις, Liban.
-
3 ἐμβιόω
A- ώσομαι Philostr.Her. 2.3
:— live in,ἐν νήσῳ D.S.5.19
;ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.31
;ἐ. πέντε.. ἡγεμονίαις Plu.Galb.29
, etc.;ἐ. πολιτικαῖς πράξεσιν Id.2.789a
.II of plants, become established, Thphr.HP3.6.4; simply, take root, ib. 6.7.3;τῇ γῇ Philostr.
l.c. -
4 ἐπιδημέω
ἐπι-δημέω, u. ἐπι-δημεύω, in seinem Volke, in der Heimat sein; τοῖς μυστηρίοις ἐπιδημοῦντος ἐπελάβετο, als er sich bei den Mysterien öffentlich zeigte. Auch = aus der Fremde nach Hause kommen, ἐκ τῆς ἀποδημίας νῦν ἐπιδημήσας. Als Fremder wohin kommen u. sich daselbst aufhalten; ἐπιδημῶν ταῖς Ἀϑήναις, sich als Fremder in Athen aufhalten; οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπιδημήσαντες, die dabei zugegen waren; τὰ Ἴσϑμια ἐπιδημεῖν, die isthmischen Spiele besuchen; von Krankheiten: im Volke allgemein verbreitet sein -
5 πόλις
πόλις, poet. auch πτόλις, ἡ, gen. εως, ion. ιος, bei att. Dichtern auch εος, was auch in πόλευς zsgzgn wird, Theogn. 776. 1043, ep. πόληος, bei Hom. ist πόλιος auch zweisylbig gebraucht, Il. 2, 811. 21, 567, wie auch bei den Attikern πόλεως, vgl. Porson Eur. Med. 906; dat. πόλει u. ep. πόληϊ; acc. πόλιν u. Hes. Sc. 105 auch πόληα; plur. nom. neben πόλεις ep. πόληες, auch πόλιες, Od. 15, 412, wie Pind. N. 18, 47; gen. πόλεων, u. poet. πολίων; dat. πόλεσιν, ep. πολίεσσιν, Od. 21, 252. 24, 355, Pind. P. 7, 9 πολίεσι, auch in einem Decret der Lacedämonier Thuc. 5, 77. 79; acc. πόλεις, ep. πόληας, auch πόλιας, was Od. 5, 560 zweisylbig ist, u. Her. πόλις; gen. dual. τοῖν πολέοιν, Isocr. 4, 73 (von πόλος, πολέω, eigtl. wo man sich aufhält); – die Stadt; Hom. bes. Troja, Il. 2, 367; πόλις ἄκρη u. ἀκροτάτη, = ἀκρόπολις, der höchste, befestigte Theil der Stadt, die Stadtburg, 6, 88. 257. 20, 52; πόλις πύργοις ἀραρυῖα, 15, 737; er vrbdt auch πόϑι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες, Od. 1, 170 u. öfter, Vaterstadt, die Stadt, wo man wohnt, vgl. εἰ πατρίδ' ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτῶν, 10, 416; πατρί τε σῷ μέγα πῆμα πόληΐ τε παντί τε δήμῳ, Il. 3, 50; er bezeichnet auch eine ganze Gegend damit, insofern sie durch Gründung einer Stadt angebau't und von Menschen bewohnt ist, Od. 6, 177, wohin man auch rechnet ὅπως πόλιν καὶ ἄστυ σαώσῃς Il. 17, 144, vgl. Schol. Il. 14, 230 Strab. VIII, 3 u. Lehrs de stud. Aristarch. p. 250; Eur. sagt Ion 305 Εὔβοι' Ἀϑήναις ἐστί τις γείτων πόλις; vgl. frg. Rhadam. 2 u. Soph. frg. 360; der Schol. Ar. Pax 251 bemerkt ὅτι πόλιν εἶπε τὴν Σικελίαν νῆσον οὖσαν, καὶ Ὅμηρος πολλάκις τὰς νήσους πόλεις καλεῖ (wofür er Il. 14, 231 anführt); Lys. 6, 6, wo Σικελία, Πελοπόννησος folgt; vgl. ὑπέρ τε πόντον καὶ περιῤῥύτας πόλεις, Aesch. Eum. 77. Im Gegensatz von ἄστυ bezeichnet es aber den Verein der Bürger, u. dieses die Gebäude der Stadt selbst, vgl. Böckh expl. Pind. Ol. 7, 34 Dissen Isthm. 4, 49 ff.; ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως, 57; πόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει, 77; πύργοι μέν, οἳ πόλιν στέγουσιν, Soph. O. C. 15; πασῶν, Ἀϑῆναι τιμιωτάτη πόλις, 108, u. öfter; aber noch häufiger von der Gemeinschaft der Bürger, welche die Stadtgemeinde, den Staat bilden, z. B. πόλις γὰρ ἧμιν ἁ' μὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ, Ant. 730, πόλις γὰρ οὐκ ἔσϑ' ἥτις ἀνδρός ἐστ' ἑνός, 733; vgl. bes. ὧν πόλις ἀνάριϑμος ὄλλυται, d. i. πολῖται, O. R. 179; u. so Eur. u. schon Hom. Il. 16, 69, Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε ϑάρσυνος; Ar., bei dem es auch allein für die Burg von Athen steht, Equ. 1089 Lys. 245, wie Xen. An. 7, 1, 27; u. so ist, wo von Athen die Rede ist, πόλις die Burg, gew. ἀκρόπολις, u. ἄστυ die eigentliche Stadt; κατὰ πόλιν dem ἐν ταῖς στρατείαις entggstzt, Xen. Mem. 4, 4, 1. – In att. Prosa gew.: πόλεις κατὰ κώμας οἰκούμεναι, Thuc. 1, 5; Plat. sagt ταύτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐϑέμεϑα πόλιν ὄνομα, Rep. II, 369 c, u. setzt gegenüber οὔτε πόλιν, οὔτε ἰδιώτην, Conv. 178 d; πόλεις τε καὶ ἔϑνη ἀνϑρώπων, Rep. I, 348 d. Bei Xen. Cyr. 8, 2, 28 sind πόλεις Demokratieen; τὰ τῆς πόλεως, Staatsangelegenheiten, Staatsverwaltung.
-
6 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
7 φέγγος
A light, splendour, lustre,τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer. 278
;τὸ φ. τῆς χρόας Duris 14
J.;τὸ φ. τῆς δόξης Κυρίου LXXEz.10.4
; φ. ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added,φ. ἡλίου A.Pers. 377
, S.Tr. 606, etc.;τὸ φ. τοῦ θεοῦ E.Alc. 722
; without the Art.,φ. εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or. 1025
, cf. S.Aj. 673; ὦ φέγγος ib. 859, E.El. 866;ὦ φ. ἡμέρας A.Ag. 1577
; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib. 504.b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R. 508c;ἐὰν τὸ φ. ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172
, cf. Nonn.D.38.255;φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch.
s.v. φέγγος; τὸ φ. [τοῦ γάλακτος], of the milky way, Arist.Mete. 346a26.c of men, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world,ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111
;ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162
;λιπεῖν φ. E.Or. 954
;ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr. 1144
.d day,τριταῖον ἤδη φ. E.Hec.32
, cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, E.Eleg.2.2 the light of torches or fire,φ. λαμπάδων A.Eu. 1022
; πυρός ib. 1029, Ch. 1037: a light, torch, Ar.Ra. 448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc.3 the light of the eyes,φ. ὀμμάτων E.Hec. 368
, 1035;ὄσσων Theoc.24.75
; τυφλὸν φ, i.e. blindness, E.Hec. 1068 (lyr.).II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13;τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag. 602
; of persons, Pi.N.9.42;μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl. 640
(lyr.);Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6
(Antip. Sid.);ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq. 1319
(anap.);πλοῦτος.. ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56
; φ. ὀπώρας, of wine, Id.Fr. 153.2 lustre,δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr. 250b
;φ. ἐλέους LXX 3 Ma.6.4
;τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φ. Plu.2.792a
, etc.
См. также в других словарях:
Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… … Dictionary of Greek
HALOA — Hesych. Α῾λῶα ἑορτὴ Α᾿θήνῃσι. Cuius vero Dei fuerit, haudquaquam exprimit, ut neque Harpocration et Suid. qui tamen ex Philochoro nominis originem exponunt: Α῾λλῶα ἑορτή ἐςτιν Α᾿ττικὴ, Φιλόχορος δέ φησιν ὀνομαςθῆναι ἀπο τȏυ τότε τὸς ἀνθρώπους τὰς … Hofmann J. Lexicon universale
Αθήνησι(ν) — Ἀθήνησι(ν) και Ἀθήνῃσι(ν) επίρρ. (Α) εν Αθήναις, στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθήν ησι, τοπική πτώση τού κυρίου ονόματος Ἀθῆναι. Ο τ. Ἀθήνησι ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό τύπων, που αποτελούν υπολείμματα τής ινδοευρωπαϊκής τοπικής πτώσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολύυμνος — η, ο / πολύυμνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει υμνηθεί, εγκωμιαστεί πολύ, ο πολυύμνητος («Ἀθήναις ταῑς πολυύμνοις», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υμνος (< ὕμνος), πρβλ. εύ υμνος] … Dictionary of Greek